- αντίχαρη
- ηανταπόδοση χάρης, ευεργεσίας: Η χάρη θέλει αντίχαρη (παροιμ. φράση).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντίχαρη — η (Α ἀντίχαρις, ιτος) 1. χάρη που γίνεται για ανταπόδοση άλλης 2. φρ. «η χάρη θέλει αντίχαρη» … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek